- νυμφεύσεως
- νυμφεύσεω̆ς , νύμφευσιςbridalfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вѣньчаниѥ — ВѢНЬЧАНИ|Ѥ (10), ˫А с. 1.Возложение на голову мученического венца: заплеваниѥ ѹдарениѥ вѣнчаниѥ поруганиѥ распѩтиѥ претерпѣ. Пал 1406, 151б. 2. Венчание, свадебный церковный обряд: не бывають на простыхъ люде(х). || бл҃г(с)лвлениѥ вѣнчани˫а. но… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… … Dictionary of Greek